Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επάλειψη η [epálipsi] Ο33 : ομοιόμορφο άπλωμα μιας ουσίας, υγρής ή μαλακής, επάνω σε μια επιφάνεια· άλειμμα: ~ με γράσο / πίσσα / τσιμέντο. || (για φαρμακευτική ουσία, ιδ. αλοιφή) άπλωμα επάνω στην επιφάνεια του δέρματος: Για το κρυολόγημα συνιστάται ~ με ιώδιο ή εντριβή με οινόπνευμα.
[λόγ. < ελνστ. ἐπάλειψις (-σις > -ση)]