Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εορτάσιμος -η -ο [eortásimos] Ε5 : (λόγ.) 1. που πρέπει να γιορτάζεται ή να γιορταστεί. 2. εορταστικός.
[λόγ. < ελνστ. ἑορτάσιμος `που ανήκει σε πανήγυρη΄]