Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξώτερος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εξώτερος, επίθ.
  • 1) Εξωτερικός:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 379).
  • 2) Έκφρ. πυρ ή σκότος εξώτερον = η κόλαση:
    • (Διγ. Z 1108, 1101).

[μτγν. επίθ. εξώτερος. Το θηλ. και το ουδ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξώτερος -η -ο [eksóteros] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται πιο έξω από κτ. άλλο ή εντελώς έξω, πολύ μακριά, κυρίως το πυρ / το σκότος το εξώτερο(ν), η Kόλαση.

[λόγ. < ελνστ. ἐξώτερος (αρχ. επίρρ. ἐξωτέρω συγκρ. του ἔξω) συμφυρ. φρ. της Κ.Δ.: εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον & εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες