Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξώθηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξώθηση η [eksóθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξωθώ. 1. ώθηση προς τα έξω συνήθ. βίαιη. || (ιατρ.): Tο στάδιο της εξώθησης, το τελευταίο στάδιο του τοκετού, κατά το οποίο το παιδί βγαίνει εντελώς έξω. || (τεχνολ.): H μέθοδος της εξώθησης, με την οποία λιωμένο μέταλλο ή πλαστικό παίρνει την επιθυμητή μορφή. Πρέσα εξώθησης. 2. (μτφ.) έντονη ή πιεστική παρακίνηση: Έκανε την κλοπή με ~ φίλων. Kατηγορείται δημοσιογράφος για ~ του στρατεύματος σε στάση.

[λόγ. < ελνστ. ἐξώθη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες