Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξώδικος -η -ο [eksóδikos] Ε5 : (νομ.) που δημιουργεί νομικό αποτέλεσμα χωρίς να ανήκει στη διαδικασία μιας δικαστικής υπόθεσης: ~ όρκος. Εξώδικη πρόσκληση / διαμαρτυρία. || (ως ουσ.) το εξώδικο, γραπτή εξώδικη πράξη: Στέλνω εξώδικο σε κπ. Ειδοποιώ κπ. με εξώδικο.
εξωδίκως ΕΠIΡΡ 1. με εξώδικη ενέργεια: Kινούμαι / ενεργώ ~. 2. με έμμεσο ή ανεπίσημο τρόπο: Πληροφορήθηκα κτ. ~. [λόγ. εξω- + δίκ(η) -ος μτφρδ. γαλλ. extrajudiciaire· λόγ. εξώδικ(ος) -ως]