Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξώδερμα το [eksóδerma] Ο49 : (βιολ., ανατ.) το εξωτερικό στρώμα εμβρυϊκών κυττάρων στο έμβρυο των περισσότερων πολυκύτταρων οργανισμών.
[λόγ. < διεθ. ecto-, exo- = εξω- + -derm < αρχ. δέρμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξώδερμα το.
-
- Εξωτερικό περίβλημα:
- (Σπανός A 472).
[<επίρρ. έξω + ουσ. δέρμα]
- Εξωτερικό περίβλημα: