Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξύβριση η [eksívrisi] Ο33 : προσβολή της τιμής κάποιου με λόγια ή άλλες εκδηλώσεις: Mήνυση για ~. Tο εφετείο δέχτηκε ότι η πράξη του κατηγορουμένου δεν ήταν συκοφαντική δυσφήμηση αλλά ~ και μείωσε την ποινή του.
[λόγ. εξυβρι- (εξυβρίζω) -σις > -ση]