Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξόφληση η [eksóflisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξοφλώ. 1. αποπληρωμή: H ~ του δανείου / ενός γραμματίου. Πωλούνται οικόπεδα με μικρή προκαταβολή και ~ σε δύο χρόνια. Όροι της εξόφλησης. Άμεση ~. Πλήρης / μερική ~. 2. (μτφ. για διαφορά με κπ.) ρύθμιση, τακτοποίηση.
[λόγ. εξοφλη- (εξοφλώ) -σις > -ση]