Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξόγκωμα το [eksóŋgoma] Ο49 : ορατή προεξοχή στην επιφάνεια ενός σώματος: Στον ανάγλυφο χάρτη τα βουνά παριστάνονται με μικρά εξογκώματα. || (ειδικότ.) προεξοχή που εμφανίζεται στο δέρμα: Kάθε ~ στην επιφάνεια του δέρματος δεν είναι καρκίνος.
[λόγ. < αρχ. ἐξόγκωμα]