Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωχώρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εξωχώρι το· ’ξωχώρι.
  • Χωριό που βρίσκεται μακριά από την πόλη (ή προάστιο):
    • τέτοιαν εξουσίαν … πρέπει να γυρεύουν και τα ’ξωχώρια (Σουμμ., Ρεμπελ. 183).

[<ουσ. εξώχωρον + κατάλ. ι. Τ. ιον στο LBG]

[Λεξικό Κριαρά]
εξωχωρίτης ο· ’ξεχωρίτης· ’ξωχωρίτης.
  • Κάτοικος των περιχώρων:
    • (Χρον. Τόκκων 542
    • οι ’ξωχωρίτες χαίροντας με βιάση κατεβαίνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41914).

[<ουσ. εξώχωρον + κατάλ. ίτης. Η λ. το 14. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες