Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξωτισμός ο [eksotizmós] Ο17 : σύνολο από εξωτικά χαρακτηριστικά: Kινέζικος / γιαπωνέζικος ~. Διακόσμηση που δίνει στο χώρο μια νότα εξωτισμού.
[λόγ. < γαλλ. exotisme < exot(ique) = εξωτ(ικός) -isme = -ισμός]