Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξωτικός, επίθ.· ξωτικός.
-
- (Στο συγκρ.) έξαλλος, τρελός:
- πάσχει ώσπερ πάσχουσιν οι εξωτικοτέροι (Σπαν. (Μαυρ.) P 127).
- Το ουδ. ως ουσ. = φάντασμα, ξωτικό:
- εθάρρουνα και ξωτικόν να ’ν’ κείνη (Ευγέν. 1237).
[μτγν. επίθ. εξωτικός. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- (Στο συγκρ.) έξαλλος, τρελός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξωτικός -ή -ό [eksotikós] Ε1 : α.(για χώρα) που είναι μακρινή, συνήθ. τροπική, και σχετικά άγνωστη σ΄ εμάς, με τρόπο ζωής φυσικό και ελάχιστα ή καθόλου επηρεασμένο από το δυτικό πολιτισμό: Tα εξωτικά νησιά Φίτζι. β. που υπάρχει ή προέρχεται από εξωτική χώρα και επομένως είναι για εμάς σπάνιος ή ασυνήθιστος: Εξωτικοί χοροί. Εξωτικά ζώα / πουλιά / φυτά / φρούτα. ~ πολιτισμός. γ. που έχει κάποια εξωτικά χαρακτηριστικά και επομένως είναι παράξενος ή ασυνήθιστος: ~ χορός. Εξωτικό τραγούδι / ντύσιμο / χτένισμα. Εξωτική φωνή / ομορφιά.
εξωτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. γ. [λόγ. < γαλλ. exotique (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἐξωτικός `εξωτερικός, από άλλη οικογένεια΄ (μσν. σημ.: `ειδωλολάτρης΄)]