Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξωτερικεύω [eksoterikévo] -ομαι Ρ5.1 : εκδηλώνω ό,τι αισθάνομαι ή σκέφτομαι, έτσι ώστε να γίνει αντιληπτό από τους άλλους: ~ το μίσος / το θυμό μου. Εξωτερικεύει τη χαρά / τη λύπη του. Ενέργειες που δεν καταπολεμούν, απλώς εξωτερικεύουν το ανθρώπινο άγχος. H αγάπη εξωτερικεύεται με πολλούς τρόπους.
[λόγ. εξωτερικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. extériorer]