Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξωτερίκευση η [eksoteríkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξωτερικεύω: H ~ των συναισθημάτων / του ψυχικού κόσμου.
[λόγ. εξωτερικεύ(ω) -σις > -ση]