Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωσυζυγικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξωσυζυγικός -ή -ό [eksosizijikós] Ε1 : για ερωτική σχέση που έχει κάποιος με τρίτο πρόσωπο, δηλαδή όχι με το σύζυγο ή τη σύζυγό του: Εξωσυζυγικές σεξουαλικές σχέσεις / δραστηριότητες. Zήτησε διαζύγιο, όταν πληροφορήθηκε τις εξωσυζυγικές περιπέτειες του συζύγου της.

[λόγ. εξω- + συζυγικός μτφρδ. γαλλ. extra-conjugal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες