Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωραϊστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξωραϊστικός -ή -ό [eksoraistikós] Ε1 : που εξωραΐζει ή γίνεται για εξωραϊσμό. 1. που έχει σχέση με τον εξωραϊσμό ενός χώρου: Ένας ~ σύλλογος. Εξωραϊστικά έργα. Εξωραϊστικές δαπάνες. 2. (μτφ.) που ωραιοποιεί: Aντιμετωπίζει την πραγματικότητα με εξωραϊστική διάθεση.

[λόγ. εξωραϊσ- (εξωραΐζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες