Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξωραϊσμός ο [eksoraizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξωραΐζω. 1. (για χώρο) καλλωπισμός: Έργα / δαπάνες εξωραϊσμού. 2. (μτφ.) ωραιοποίηση: ~ μιας δυσάρεστης πραγματικότητας. Mέτρα δήθεν φιλελεύθερα που είχαν ως μοναδικό στόχο τον εξωραϊσμό του δικτατορικού καθεστώτος.
[λόγ. < ελνστ. ἐξωραΐσμός `στόλισμα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. εξωραΐζω]