Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξωραΐζω [eksoraízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για χώρο) τον κάνω ωραίο, τον καλλωπίζω, τον ομορφαίνω: Εξωραΐζουν την πόλη / τη γειτονιά / την πλατεία. 2. (μτφ.) κάνω κτ. να φαίνεται ωραίο, ενώ δεν είναι, και ιδίως το περιγράφω με επαινετικά λόγια· ωραιοποιώ: H φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.
[λόγ. < ελνστ. ἐξωραΐζω `στολίζω΄ σημδ. γαλλ. embellir]