Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξωπραγματικός -ή -ό [eksopraγmatikós] Ε1 : που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που είναι διαφορετικός από αυτήν: Εξωπραγματική άποψη. Έχει σχηματίσει για την κοινωνία μια εικόνα τελείως εξωπραγματική και μάλιστα εξιδανικευμένη. || (για πρόσ.) που έχει εξωπραγματικές απόψεις ή κάνει εξωπραγματικές ενέργειες.
εξωπραγματικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται / μιλάει / ενεργεί ~. [λόγ. εξω- + πραγματικός απόδ. αγγλ. unrealistic]