Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξωμοσία η [eksomosía] Ο25 : η πράξη με την οποία κάποιος γίνεται εξωμότης: Οι εξωμοσίες και ιδίως οι βίαιοι εξισλαμισμοί αραίωσαν το χριστιανικό πληθυσμό της πεδινής Θεσσαλίας.
[λόγ. < αρχ. ἐξωμοσία `άρνηση με όρκο πως κάποιος ξέρει κτ.΄ σημδ. ιταλ. rinnegazione]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξωμοσία η.
-
- (Νομ.) ένορκη διαβεβαίωση ότι κ. δεν έγινε, ένορκη άρνηση:
- (Βακτ. αρχιερ. 172).
[αρχ. ουσ. εξωμοσία]
- (Νομ.) ένορκη διαβεβαίωση ότι κ. δεν έγινε, ένορκη άρνηση: