Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωκάρπιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξωκάρπιο το [eksokárpio] Ο40 : (βοτ.) μεμβράνη που καλύπτει εξωτερικά το περικάρπιο· επικάρπιο.

[λόγ. < αγγλ. exocarpe < exo- = εξω- + αρχ. καρπ(ός) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες