Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξωγενής -ής -ές [eksojenís] Ε10 : που προέρχεται ή προκαλείται από εξωτερικά αίτια. ANT ενδογενής: Οι μολυσματικές ασθένειες οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες. ~ δηλητηρίαση, που την προκάλεσε ουσία, η οποία δεν υπάρχει μέσα στον οργανισμό. || (γεωλ.) Εξωγενείς δυνάμεις, που προέρχονται έξω από το στερεό φλοιό της γης. Εξωγενή πετρώματα, που δημιουργήθηκαν από εξωγενείς δυνάμεις.
[λόγ. < γαλλ. exogène < exo- = εξω- + αρχ. γέν(ος) -ής]