Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυψώνω [eksipsóno] -ομαι Ρ1 : 1.τονώνω, ενισχύω κτ., το κάνω πιο έντονο: Tα ποιήματα του Ρήγα με το πατριωτικό τους πνεύμα εξύψωναν το φρόνημα του λαού. 2α. συντελώ στην ηθική ή πνευματική βελτίωση κάποιου: H μόρφωση / η τέχνη / η θρησκεία εξυψώνει τον άνθρωπο. H τηλεόραση οφείλει όχι μόνο να ψυχαγωγεί αλλά και να εξυψώνει μορφωτικά τον άνθρωπο. β. καλλιεργώ κτ. σε τέτοιο βαθμό, ώστε να περάσει σε βαθμίδα ποιοτικά ανώτερη: Εξύψωσε το θέατρο σκιών σε αληθινή τέχνη. γ. μιλώ για κπ. ή για κτ. με επαινετικά λόγια: Άλλοτε τον εξυψώνει κι άλλοτε τον βρίζει. (έκφρ.) ~ κπ. στα μάτια κάποιου, τον κάνω να φαίνεται σπουδαίος: H επιτυχία του τον εξύψωσε στα μάτια του κόσμου.
[λόγ. < ελνστ. ἐξυψ(ῶ) -ώνω]