Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξυπνώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εξυπνώ· ξυπνώ.
  • Α´ Μτβ.
    • 1)
      • α) Σηκώνω κάπ. από τον ύπνο, τον ξυπνώ:
        • να κιλαδώ να σε ξυπνώ (Ερωτοπ. 282
        • (μεταφ.):
          • εξύπνησέ με η τύχη μου εις το πολιτικαρείον (Σαχλ., Αφήγ. 51 (πβ. εξαμπώθω)
      • β) αφυπνίζω, βγάζω από το λήθαργο:
        • εχθρόν τον Μακεδόνιον τον είχεν εξυπνήσει (Ιστ. Βλαχ. 2734
      • γ) ξεσηκώνω:
        • τη νιάκαρην επαίζαν … ξυπνώντας πάσα ένα παλληκάρι (Λεηλ. Παροικ. 35).
    • 2) Αναδεικνύω:
      • εξυπνά (ενν. το κυνήγιν) τον άνθρωπον μέγα εις την στρατείαν (Σπαν. V 118).
    • 3) Βρίσκω, επινοώ:
      • ξυπνάς τον τρόπον να πληθαίνουν οι τρίχες (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1199]).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Σηκώνομαι από τον ύπνο, ξυπνώ:
        • πεθυμώ ποτέ να μην ξυπνήσω (Πανώρ. Ε´ 363
        • (μεταφ.):
          • Ξύπνα, … δίωξε κίνδυνον της θαλάσσης (Ιστ. Βλαχ. 2545
      • β) (προκ. για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι:
        • (Ιστ. Βλαχ. 2381).
    • 2)
      • α) Συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα:
        • Μετάστρεψε το λογισμό, ξύπνησε (Ερωτόκρ. Α´ 1185
      • β) (προκ. για μεθυσμένο) συνέρχομαι:
        • (Κρασοπ. AO 1).
    • 3) Είμαι σε εγρήγορση:
      • πάντα αγρυπνά, πάντα εξυπνά (ενν. το φίδι) (Πόλ. Τρωάδ. 365).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = άγρυπνος, σε κατάσταση ετοιμότητας:
    • να μηδέν οκνήσουσι, μα να ’ναι ξυπνημένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2988).

[μτγν. εξυπνέω (Lampe). Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εξύπνως, επίρρ.
  • Στον ξύπνο:
    • εξύπνως να θαυμάζονται οι άρχοντες (Βυζ. Ιλιάδ. 1126).

[μτγν. επίρρ. εξύπνως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες