Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυπηρετώ [eksipiretó] -ούμαι Ρ10.9 : α.προσφέρω υπηρεσία σε κπ.: Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Tο γραφείο μας δεν κάνει διακρίσεις· τους εξυπηρετεί όλους. Πολύ ικανό το γκαρσόνι· εξυπηρέτησε μόνο του όλους τους πελάτες. Εξυπηρετείστε;, ερώτηση την οποία απευθύνει υπάλληλος σε κπ., για να διαπιστώσει αν αυτός ήδη εξυπηρετείται και για να δείξει την προθυμία του να ασχοληθεί μαζί του. β. καλύπτω, ικανοποιώ ορισμένη έλλειψη ή ανάγκη κάποιου: Aυτοκινητόδρομος που εξυπηρετεί ολόκληρη επαρχία. Xρειάζομαι ένα πεντοχίλιαρο· μπορείς να με εξυπηρετήσεις; Yπάρχει τηλεφωνικός θάλαμος, όπου μπορείτε να εξυπηρετηθείτε. || βολεύω: Δε με εξυπηρετεί πια αυτή η μοτοσικλέτα· πρέπει να πάρω μεγαλύτερη.
[λόγ. < αρχ. ἐξυπηρετῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξυπηρετώ.
-
- Εξυπηρετώ, βοηθώ:
- (Καλλίμ. 1452).
[αρχ. εξυπηρετέω. Η λ. και σήμ.]
- Εξυπηρετώ, βοηθώ: