Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυπηρετικός -ή -ό [eksipiretikós] Ε1 : που εξυπηρετεί. α. (για πρόσ.) που πρόθυμα προσφέρει τις υπηρεσίες του, που πρόθυμα εξυπηρετεί: ~ υπάλληλος. Εξυπηρετικό γκαρσόνι. Tο κατάστημα διαθέτει μεγάλη ποικιλία, οι πωλήτριές του όμως δεν είναι καθόλου εξυπηρετικές. β. (για πργ.) που καλύπτει, που ικανοποιεί ορισμένη έλλειψη ή ανάγκη: Πολύ ~ ο νέος δρόμος. Σκεύος / εργαλείο πολύ εξυπηρετικό. Tο ιδιωτικό επιβατικό αυτοκίνητο είναι εξυπηρετικό κυρίως για ταξίδια έξω από την πόλη.
[λόγ. εξυπηρετ- (εξυπηρετώ) -ικός]