Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξυπηρετικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξυπηρετικός -ή -ό [eksipiretikós] Ε1 : που εξυπηρετεί. α. (για πρόσ.) που πρόθυμα προσφέρει τις υπηρεσίες του, που πρόθυμα εξυπηρετεί: ~ υπάλληλος. Εξυπηρετικό γκαρσόνι. Tο κατάστημα διαθέτει μεγάλη ποικιλία, οι πωλήτριές του όμως δεν είναι καθόλου εξυπηρετικές. β. (για πργ.) που καλύπτει, που ικανοποιεί ορισμένη έλλειψη ή ανάγκη: Πολύ ~ ο νέος δρόμος. Σκεύος / εργαλείο πολύ εξυπηρετικό. Tο ιδιωτικό επιβατικό αυτοκίνητο είναι εξυπηρετικό κυρίως για ταξίδια έξω από την πόλη.

[λόγ. εξυπηρετ- (εξυπηρετώ) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες