Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυπακούεται [eksipakúete] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) μπε. εξυπακουόμενος : είναι αυτονόητο· εννοείται: Όταν ασχολείσαι με τα κοινά, ~ ότι θα χάσεις ένα τμήμα από τον ελεύθερο χρόνο σου. Aυτά εξυπακούονται. Ρητοί και εξυπακουόμενοι όροι.
[λόγ. εξ- υπακούεται < υπ(ο)- ακούεται μτφρδ. γαλλ. est sous-entendu (πρβ. ελνστ. ἐξυπακουστέον `πρέπει να γίνει κατανοητό΄)]