Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυμνώ [eksimnó] -ούμαι Ρ10.9 : επαινώ έντονα κπ. ή κτ.: H ιστορία ούτε εξυμνεί ούτε κατακρίνει· απλώς περιγράφει κι αναλύει το παρελθόν. Πολιτικός που πολεμήθηκε έντονα όσο ζούσε, εξυμνήθηκε όμως μετά το θάνατό του.
[λόγ. < ελνστ. ἐξυμνῶ]