Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξυγιαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξυγιαίνω [eksijiéno] -ομαι Ρ7.2 : α.(ιδ. για οργάνωση, υπηρεσία ή ομαδική δραστηριότητα) επαναφέρω κτ. σε καλή κατάσταση ή σε σωστή λειτουργία: H κυβέρνηση προσπαθεί να εξυγιάνει τις δημόσιες υπηρεσίες. || (ειδικότ.) για οικονομική εξυγίανση: Nα εξυγιανθεί το κύκλωμα εμπορίας σιτηρών. β. (σπάν.) καταπολεμώ και εξαφανίζω τις εστίες μόλυνσης που υπάρχουν σε ένα χώρο: ~ ένα χώρο / μια περιοχή.

[λόγ. < αρχ. ἐξυγιαίνω `ξαναβρίσκω την υγεία μου΄ σημδ. γαλλ. assainir]

[Λεξικό Κριαρά]
εξυγιαίνω.
  • 1) Θεραπεύομαι:
    • (Χρον. Τόκκων 3458).
  • 2) Καλυτερεύω:
    • ωσάν εμεταστάθηκεν (ενν. ο δούκας), εξύγιανεν ολίγο (αυτ. 3442).

[αρχ. εξυγιαίνω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες