Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυγίανση η [eksijíansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξυγιαίνω. α. (για οργάνωση, υπηρεσία ή ομαδική δραστηριότητα) επαναφορά σε καλή κατάσταση ή σε σωστή λειτουργία: ~ του κρατικού μηχανισμού. || (ειδικότ.) για οικονομική εξυγίανση: Aπαιτείται ~ των προβληματικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε αυτές να ξαναγίνουν κερδοφόρες. β. (σπάν.) καταπολέμηση, εξαφάνιση των εστιών μόλυνσης που υπάρχουν σε ένα χώρο: H ~ των ακτών / του περιβάλλοντος.
[λόγ. εξυγιαν- (εξυγιαίνω) -σις > -ση]