Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυβρίζω [eksivrízo] -ομαι Ρ2.1 : προσβάλλω την τιμή κάποιου με λόγια ή με άλλες εκδηλώσεις· βρίζω: Tου υπέβαλα μήνυση, γιατί με εξύβρισε χυδαία.
[λόγ. < ελνστ. ἐξυβρίζω `μεταχειρίζομαι με θράσος΄, αρχ. σημ.: `αποθρασύνομαι΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ύβρις]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξυβρίζω· ’ξεβρίζω.
-
- 1) Βρίζω, προσβάλλω κάπ.:
- τον Φιλοπάππου με φωνές … ’ξεβρίζει (Διγ. O 2886).
- 2) Ατιμάζω, ντροπιάζω:
- (Σπανός A 35)·
- (σε παροιμ.):
- Η παπαδιά … εξύβρισε την κοίτην και καθαιρούσιν τον παπάν! (Γλυκά, Στ. 270).
[αρχ. εξυβρίζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βρίζω, προσβάλλω κάπ.: