Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξτρεμιστικός -ή -ό [ekstremistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον εξτρεμισμό, κυρίως τον πολιτικό, και ιδίως που χαρακτηρίζεται από αυτόν: Εξτρεμιστικές θεωρίες / ενέργειες / οργανώσεις. Εξτρεμιστικό κόμμα. Εξτρεμιστικά στοιχεία, που πήραν μέρος στη διαδήλωση, έσπασαν βιτρίνες και λεηλάτησαν καταστήματα.
εξτρεμιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εξτρεμιστ(ής) -ικός]