Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξτρεμιστής ο [ekstremistís] Ο7 θηλ. εξτρεμίστρια [ekstremístria] Ο27 : αρνητικός χαρακτηρισμός ατόμου που υποστηρίζει ή εφαρμόζει ακραίες απόψεις, ιδίως στην πολιτική: Δεξιός / αριστερός ~. H μετριοπαθής πολιτική της κυβέρνησης πολεμήθηκε από τους εξτρεμιστές όλων των αποχρώσεων. || (ως επίθ.): Εξτρεμιστές αντάρτες.
[λόγ. < γαλλ. extrémiste (-iste = -ιστής)· λόγ. εξτρεμισ(τής) -τρια]