Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξτρέμ το [ekstrém] Ο (άκλ.) : (παρωχ., ποδ.) ονομασία των δύο ακραίων επιθετικών παικτών: Aριστερό / δεξιό ~.
[λόγ. < γαλλ. extrêmes(;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξτρεμισμός ο [ekstremizmós] Ο17 : αρνητικός χαρακτηρισμός κάθε πολιτικής, η οποία συνίσταται σε υποστήριξη ή εφαρμογή ακραίων απόψεων: Πολιτικός ~. Ο ~ της δεξιάς / της αριστεράς παράταξης. || (επέκτ.) για άλλες απόψεις ή δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από υπερβολή και άρνηση συμβιβασμού: Kοινωνικός / θρησκευτικός ~.
[λόγ. < γαλλ. extrém isme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξτρεμιστής ο [ekstremistís] Ο7 θηλ. εξτρεμίστρια [ekstremístria] Ο27 : αρνητικός χαρακτηρισμός ατόμου που υποστηρίζει ή εφαρμόζει ακραίες απόψεις, ιδίως στην πολιτική: Δεξιός / αριστερός ~. H μετριοπαθής πολιτική της κυβέρνησης πολεμήθηκε από τους εξτρεμιστές όλων των αποχρώσεων. || (ως επίθ.): Εξτρεμιστές αντάρτες.
[λόγ. < γαλλ. extrémiste (-iste = -ιστής)· λόγ. εξτρεμισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξτρεμιστικός -ή -ό [ekstremistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον εξτρεμισμό, κυρίως τον πολιτικό, και ιδίως που χαρακτηρίζεται από αυτόν: Εξτρεμιστικές θεωρίες / ενέργειες / οργανώσεις. Εξτρεμιστικό κόμμα. Εξτρεμιστικά στοιχεία, που πήραν μέρος στη διαδήλωση, έσπασαν βιτρίνες και λεηλάτησαν καταστήματα.
εξτρεμιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εξτρεμιστ(ής) -ικός]