Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξπρεσιονιστικός -ή -ό [ekspresionistikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από τον εξπρεσιονισμό: Εξπρεσιονιστική ζωγραφική / γλυπτική. Εξπρεσιονιστικό έργο / κίνημα. Εξπρεσιονιστικές τάσεις στη λογοτεχνία / στο θέατρο. Ο ~ κινηματογράφος.
εξπρεσιονιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εξπρεσιονιστ(ής) -ικός]