Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξού
29 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξού [eksú] επίρρ. : (λόγ.) (συνήθ. ακολουθείται από το σύνδεσμο και, σε προτάσεις στις οποίες συχνά παραλείπεται το ρήμα) α. για να δηλωθεί αιτία· γι΄ αυτό το λόγο: H απόφαση του υπουργού οικονομικών διέρρευσε στον τύπο· ~ και ο πανικός στο χρηματιστήριο. β. για να δηλωθεί κτ. που προκύπτει από κτ. άλλο: Tο αρχαίο ελληνικό “βραχίων” πέρασε στα λατινικά ως bracchium, ~ και το ιταλικό braccio, από το οποίο προέρχεται το νεοελληνικό “μπράτσο”.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐξ οy, γεν. της αναφ. αντων. ὅς]

[Λεξικό Κριαρά]
έξου, επίρρ.,
βλ. έξω.
[Λεξικό Κριαρά]
εξού, επίρρ.
  • Έκφρ. εξού παρού = παρά μόνο:
    • (Ασσίζ. 16924).

[<συνεκφ. εξ ού. Πβ. εξόν]

[Λεξικό Κριαρά]
εξουδενώνω.
  • 1) Καταφρονώ:
    • ενδυμένος ωσάν χωριάτης … εξουδενωμένος (Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 75).
  • 2) Εξαφανίζω, αχρηστεύω:
    • τα κακά κουστούμια … να τα εξουδενώσει (Ασσίζ. 2722).

[μτγν. εξουδενόω. Πβ. εξουθενώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξουδετερώνω [eksuδeteróno] -ομαι Ρ1 : 1α.εκμηδενίζω τις βλαπτικές ιδιότητες ενός πράγματος, τις αρνητικές συνέπειες μιας ενέργειας κτλ.: ~ έναν εκρηκτικό μηχανισμό. Εμβόλιο που εξουδετερώνει το δηλητήριο της οχιάς. Εξουδετερώθηκε η συνομωσία / η εχθρική επίθεση. β. εκμηδενίζω τις βλαπτικές δυνατότητες ή ενέργειες κάποιου: ~ τον εχθρό / τον αντίπα λο παίκτη. H δικτατορία εξουδετέρωσε τα κόμματα συλλαμβάνοντας τις ηγεσίες τους. 2. (χημ.) προκαλώ εξουδετέρωση2: ~ μια όξινη / αλκαλι κή χημική ένωση.

[λόγ. εξ- ουδέτερ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. neutraliser]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξουδετέρωση η [eksuδetérosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξουδετερώνω. 1. εκμηδένιση των βλαπτικών ιδιοτήτων, συνεπειών, δυνατοτήτων: ~ ενός δηλητηρίου. Tεχνικός ειδικός στην ~ οβίδων που δεν έχουν εκραγεί. ~ των πολιτικών αντιπάλων. 2. (χημ.) κατεργασία ενός οξέος με μια βάση ή το αντίθετο με αποτέλεσμα το διάλυμα να γίνει ουδέτερο: ~ μιας όξινης / αλκαλικής χημικής ένωσης.

[λόγ. εξουδετερω- (δες εξουδετερώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
εξουθένησις η.
  • Εξευτελισμός:
    • εξουθένησις Ηρώδου (Μυστ. 59 VΙΙ).

[<εξουθενώ + κατάλ. σις. Η λ. τον 9. αι. (LBG) και σε σχόλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εξουθενώ.
  • Εξευτελίζω· περιφρονώ:
    • τον Βελισάριον τον πτωχόν μηδέν εξουθενείτε (Ριμ. Βελ. ρ 708).

[μτγν. εξουθενόω, σήμ. ώνω. Πβ. και εξουδενώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξουθενώνω [eksuθenóno] -ομαι Ρ1 : μειώνω σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις κάποιου, τον κάνω να αισθάνεται πολύ αδύνατος από σωματική ή ψυχοπνευματική άποψη: Σκληρή εργασία / μακροχρόνια αρρώστια / συκοφαντία που εξουθενώνει τον άνθρωπο. Είναι εξουθενωμένος από την κούραση / την αποτυχία. Aφόρητη ζέστη και υγρασία, που εξουθενώνουν τον άνθρωπο.

[λόγ. < ελνστ. ἐξουθεν(ῶ) -ώνω `αφανίζω΄ με νέα ανάλυση: ουθέν = ουδέν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξουθένωση η [eksuθénosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξουθενώνω: ~ του ανθρώπου από μεγάλη κούραση / από μακροχρόνια αρρώστια / από σοβαρή αποτυχία.

[λόγ. < ελνστ. ἐξουθένω(σις) -ση `αφανι σμός΄ κατά τη σημ. του εξουθενώνω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες