Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξοχικός -ή -ό [eksoxikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην εξοχή 1 και ιδίως που βρίσκεται σ΄ αυτήν: Γλέντησαν σ΄ ένα εξοχικό κέντρο. Tο εξοχικό σπίτι / η εξοχική κατοικία, δεύτερη κατοικία κάποιου έξω από την πόλη, που χρησιμοποιείται για αναψυχή. || (ως ουσ.) το εξοχικό, το εξοχικό σπίτι, η εξοχική κατοικία: Θα περάσουμε το τριήμερο στο εξοχικό μας στη Xαλκιδική. 2. (ως ουσ.) το εξοχικό, είδος φαγητού με κρέας και με καρυκεύματα που ψήνεται τυλιγμένο συνήθ. σε φύλλα πίτας ή σε αλουμινόχαρτο.
[λόγ. εξοχ(ή) 1 -ικός]