Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξοφλώ [eksofló] -ούμαι Ρ10.9 : πληρώνω κτ. έτσι ώστε να μη χρωστώ πλέον· αποπληρώνω: ~ ένα δάνειο. Tο ψυγείο θα εξοφληθεί σε τρεις ισόποσες δόσεις. ~ κπ., πληρώνω ό,τι του χρωστώ. || πληρώνω το σχετικό χρηματικό ποσό: ~ ένα γραμμάτιο / μια συναλλαγματική. Εδώ εξοφλούνται λογαριασμοί του νερού, του τηλεφώνου και του ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. εξ- αρχ. ὀφλῶ `χρωστώ΄ μτφρδ. νεοελλ. ξοφλώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξοφλώ· εξεφλώ· ’ξεφλώ· ξοφλώ· μτχ. παρκ. ’ξεφλισμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Απογοητεύω κάπ.:
- μη ξοφλώντες με τελείως (ενν. οι άρχοντες της Βενετίας) εις την ζήτησήν μου πάντα έλπιζα την χάρην (Ιερόθ. Αββ. 336)·
- β) εκπληρώνω κάπ. προσδοκία:
- η Μοίρα μου μου το ήθελε ξεφλήσει (Φαλιέρ., Ενύπν. 124).
- α) Απογοητεύω κάπ.:
- 2) Τελειώνω κ.:
- Γυναίκα εκατόρθωσε με το κερί πλασμένη … Απήτις την εξέφλησε … (Αλεξ. 97).
- 3) Αποφυλακίζω, απελευθερώνω:
- να λάβουν την ελευθερίαν τους και να τον περικαλέσουν … διά να τους ξοφλήσει (Σουμμ., Ρεμπελ. 187).
- 4) Καταστρέφω:
- ήρθε ο Τούρκος στο νησίν … και … το ’ξέφλησε (Φορτουν. Β´ 79).
- 5) Φέρω (μια υπόθεση) σε πέρας· (εδώ) εκδικάζω:
- Να ξοφλήσει (ενν. ο βασιλεύς) τες κρίσεις και φιλονικίες (Μπερτόλδος 84).
- 6) (Συνεκδ. με αιτιατ. προσώπου) τελειώνω με κάπ., ξεμπερδεύω μαζί του:
- ξέφλησέ με μίαν κοπανίαν (Μπερτόλδος 55).
- 1)
- II. Μέσ.
- Α´ (Μτβ.) απαλλάσσομαι από κάπ., «ξεφορτώνομαι» κάπ.:
- πώς να ποίσομε να τουσε ’ξεφληθούμε; (Χρον. Μορ. P 610).
- Β´ (Αμτβ.) εξαφανίζομαι:
- απού τον κόσμο … δεν ξοφλιούνται (Πανώρ. Ε´ 38).
- Α´ (Μτβ.) απαλλάσσομαι από κάπ., «ξεφορτώνομαι» κάπ.:
[<πρόθ. εκ + οφλώ. Ο τ. ’ξε‑ στο Somav. και σήμ. κρητ. Ο τ. ξο‑ και σήμ. Η λ. στο LBG (‑έω) και σήμ.]
- I. Ενεργ.