Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξοφλητέος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξοφλητέος -α -ο [eksoflitéos] Ε4 : που πρέπει να εξοφληθεί: Δάνειο εξοφλητέο σε δύο χρόνια.

[λόγ. εξοφλη- (εξοφλώ) -τέος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες