Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξουσιοδότηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξουσιοδότηση η [eksusioδótisi] Ο33 : (και νομ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξουσιοδοτώ. α. παραχώρηση σε κπ. του δικαιώματος να ενεργήσει αντί για άλλον και ιδίως η ανάθεση σε κπ. να κάνει ορισμένη ενέργεια για λογαριασμό άλλου: Δίνω ~ σε κπ., τον εξουσιοδοτώ. Παίρνω ~ από κπ., με εξουσιοδοτεί κάποιος. Έχω ~ από κπ., είμαι εξουσιοδοτημένος. Πλήρης / ανεπιφύλακτη ~. Προφορική / γραπτή ~. β. το έγγραφο με το οποίο εξουσιοδοτείται κάποιος: Mία ~ συνταγμένη από συμβολαιογράφο. Xρειάζεται ~ για τη γνησιότητα της υπογραφής θεωρημένη από την αστυνομία. Nόμιμη ~, που έγινε όπως ορίζει ο νόμος. γ. (νομ.) στο δημόσιο δίκαιο, η μεταβίβαση ορισμένης αρμοδιότητας από ένα όργανο σε άλλο: Nομοθετική ~, το δικαίωμα που η βουλή δίνει στην κυβέρνηση ή σε άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας να εκδίδουν διατάγματα νομοθετικού περιεχομένου. Διοικητική ~, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από ένα όργανο της διοίκησης σε άλλο.

[λόγ. εξουσιοδοτη- (εξουσιοδοτώ) -σις > -ση απόδ. γαλλ. autorisation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες