Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξουσιοδοτώ [eksusioδotó] -ούμαι Ρ10.9 : (και νομ.) α. παραχωρώ σε κπ. το δικαίωμα να κάνει κτ. αντί για μένα και ιδίως του αναθέτω να κάνει ορισμένη ενέργεια για λογαριασμό μου: ~ κπ. να κάνει / να πει / να ανακοινώσει κτ. Εξουσιοδοτούμαι από κπ., με εξουσιοδοτεί. Είναι εξουσιοδοτημένος από τον πρωθυπουργό να ανακοινώσει τις κυβερνητικές αποφάσεις. Εξουσιοδοτημένο κατάστημα. ~ εν λευκώ κπ. || (για γραπτή εξουσιοδότηση): ~ νομίμως κπ., του δίνω νόμιμη εξουσιοδότηση. H πληρωμή της ταχυδρομικής επιταγής γίνεται είτε στο δικαιούχο είτε σε άλλο πρόσωπο νομίμως εξουσιοδοτημένο. β. (νομ.) στο δημόσιο δίκαιο, μεταβιβάζω ορισμένη αρμοδιότητα σε άλλο όργανο.
[λόγ. εξουσί(α) -ο- + -δοτώ απόδ. γαλλ. autoriser (autorité = εξουσία)]