Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξουσιαστικός, επίθ.
-
- Που ασκεί εξουσία, που ανήκει στην εξουσία:
- στέκονται Τούρκοι εξουσιαστικοί φυλάγοντας (Καλούδ., Προσκυν. ριζ´).
- Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = η εξουσία:
- ουκ εδουλώνομουν εις το εξουσιαστικόν σου (Λίβ. (Lamb.) N 412).
[μτγν. επίθ. εξουσιαστικός. Η λ. και σήμ.]
- Που ασκεί εξουσία, που ανήκει στην εξουσία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξουσιαστικός -ή -ό [eksusiastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εξουσία ή στον εξουσιαστή.
εξουσιαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐξουσιαστικός]