Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξουσιαστής ο [eksusiastís] Ο7 θηλ. εξουσιάστρια [eksusiástria] Ο27 : αυτός που εξουσιάζει.
[λόγ. < ελνστ. ἐξουσιαστής· λόγ. εξουσιασ(τής) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξουσιαστής ο· ’ξουσιαστής.
-
- 1) Άρχοντας, κυβερνήτης:
- εξουσιαστήν με εποίησαν εις όλην την Συρίαν (Διγ. Z 485).
- 2) Αυτός που εξουσιάζει κάπ. ή κ., κυρίαρχος:
- πότε να εγένου εξουσιαστής εις την εμήν αγάπην (Λίβ. P 1369).
[μτγν. ουσ. εξουσιαστής. Η λ. και σήμ.]
- 1) Άρχοντας, κυβερνήτης: