Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξουσιάζω [eksusiázo] -ομαι Ρ2.1 : έχω ή ασκώ εξουσία σε κπ. ή σε κτ.: Ο Θεός εξουσιάζει τον ουρανό και τη γη. Δεν εξουσιάζει ούτε τη γυναίκα του. Aπό κανέναν δεν εξουσιάζομαι· εγώ ~ τον εαυτό μου. || (ειδικότ.) έχω την ανώτατη εξουσία: Ποιος εξουσιάζει σ΄ αυτό το σπίτι; || (ιδ. για την πολιτική εξουσία) κυβερνώ: Ο τύραννος εξουσιάζει τη χώρα όχι όμως και τις καρδιές των κατοίκων της.
[λόγ. < ελνστ. ἐξουσιάζω, αρχ. σημ.: `έχω την άδεια΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξουσιάζω· ’ξουσιάζω.
-
- Α´ (Μτβ.) εξουσιάζω, κυβερνώ:
- των γονικών την χώραν μας … εξουσιάζω (Λίβ. Esc. 4386)·
- (με σύστ. αντικ.):
- αν ’ξουσιασμό να ’ξουσιάσεις εις εμάς; (Πεντ. Γέν. ΧΧΧVΙΙ 8).
- Β´ (Αμτβ.) (μεταφ.) επικρατώ, κυριαρχώ:
- να ’ξουσιάζουν (ενν. ο φεγγίτης ο μεγάλος και ο φεγγίτης ο μικρός) την ημέρα και τη νύχτα (Πεντ. Γέν. I 18).
[αρχ. εξουσιάζω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) εξουσιάζω, κυβερνώ: