Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξουθενώνω [eksuθenóno] -ομαι Ρ1 : μειώνω σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις κάποιου, τον κάνω να αισθάνεται πολύ αδύνατος από σωματική ή ψυχοπνευματική άποψη: Σκληρή εργασία / μακροχρόνια αρρώστια / συκοφαντία που εξουθενώνει τον άνθρωπο. Είναι εξουθενωμένος από την κούραση / την αποτυχία. Aφόρητη ζέστη και υγρασία, που εξουθενώνουν τον άνθρωπο.
[λόγ. < ελνστ. ἐξουθεν(ῶ) -ώνω `αφανίζω΄ με νέα ανάλυση: ουθέν = ουδέν]