Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξουδετέρωση η [eksuδetérosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξουδετερώνω. 1. εκμηδένιση των βλαπτικών ιδιοτήτων, συνεπειών, δυνατοτήτων: ~ ενός δηλητηρίου. Tεχνικός ειδικός στην ~ οβίδων που δεν έχουν εκραγεί. ~ των πολιτικών αντιπάλων. 2. (χημ.) κατεργασία ενός οξέος με μια βάση ή το αντίθετο με αποτέλεσμα το διάλυμα να γίνει ουδέτερο: ~ μιας όξινης / αλκαλικής χημικής ένωσης.
[λόγ. εξουδετερω- (δες εξουδετερώνω) -σις > -ση]