Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξορύσσω [eksoríso] -ομαι Ρ2.2 : κάνω εξόρυξη: Aλατωρυχείο ονομάζεται το ορυχείο στο οποίο εξορύσσεται αλάτι.
[λόγ. < αρχ. ἐξορύσσω `σκά βω, βγάζω κτ. απ΄ το χώμα΄]