Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξορυκτικός -ή -ό [eksoriktikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εξόρυξη μεταλλευμάτων ή χρήσιμων πετρωμάτων: Εξορυκτικά εργαλεία / μηχανήματα. Εξορυκτική βιομηχανία. Εξορυκτικές εργασίες.
[λόγ. εξορυκ- (εξορύσσω) -τικός]