Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξορμώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξορμώ [eksormó] & -άω Ρ10.1α : 1.κάνω επίθεση ξεκινώντας από ορισμένη, συνήθ. οχυρωμένη, θέση: Οι πολιορκημένοι εξόρμησαν ταυτόχρονα από διάφορα σημεία προκαλώντας έτσι σύγχυση στον εχθρό. 2α. αναπτύσσω συλλογική δράση, συνήθ. οργανωμένη, με ορισμένο σκοπό: Άρχισε το νέο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα· οι ομάδες εξορμούν για την κατάκτηση του τίτλου. Οι βουλευτές εξορμούν στην επαρχία ενόψει των εκλογών. β. κινούμαι ομαδικά από το κέντρο προς την περιφέρεια: Aν διατηρηθεί η καλοκαιρία, χιλιάδες Aθηναίοι προβλέπεται να εξορμήσουν στην επαρχία για το τριήμερο της Aποκριάς.

[λόγ. < αρχ. ἐξορμῶ `στέλνω στον πόλεμο, παρακινώ΄ κατά τις σημ. της λ. εξόρμηση]

[Λεξικό Κριαρά]
εξορμώ.
  • Επιτίθεμαι ορμητικά εναντίον κάπ.:
    • εξορμούσιν τούτ’ οι δύο κατ’ αλλήλων (Ερμον. Π 173).

[αρχ. εξορμάω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες