Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξορκισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξορκισμός ο [eksorkizmós] Ο17 : 1.(εκκλ.) καταπολέμηση ή απομάκρυνση των κακοποιών πνευμάτων: Mε το βάπτισμα γίνεται ~ των δαιμόνων που υπάρχουν στον άνθρωπο λόγω του προπατορικού αμαρτήματος. || ονομασία σχετικών εκκλησιαστικών ευχών: Ο παπάς διάβασε έναν εξορκισμό. 2. (λόγ.) το ξόρκι.

[λόγ. < ελνστ. ἐξορκισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
εξορκισμός ο.
  • Προσευχή για απομάκρυνση κάπ. κακού:
    • λέγε τρίτον τον εξορκισμόν ετούτον (Σταφ., Ιατροσ. 14384).

[μτγν. ουσ. εξορκισμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες